- θερμοδοχείον
- το , θερμοδόχη η тех конденсатор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θερμοδοχείο — το η θερμοδόκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + δοχείο. Η λ. στον λόγιο τ. θερμοδοχείον μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικόν Ονοματολόγιον] … Dictionary of Greek